Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδερώ — (I) όω, Α [ὕδερος] (μόνον το παθ.) ὑδεροῡμαι, όομαι α) είμαι υδατώδης β) προσβάλλομαι από υδρωπικία. (II) άω, Α ὑδεριῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. σχηματισμένος από τη λ. ὕδερος] … Dictionary of Greek
υδρώ — άω, Α ὑδερῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλος τ. αντί ὑδερῶ] … Dictionary of Greek